- επιτερατεύομαι
- ἐπιτερατεύομαι (Α)τερατολογώ, παρεμβάλλω τερατολογίες στη διήγησή μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτερατεύεσθαι — ἐπιτερατεύομαι heighten a marvellous story pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιτερατεύομαι — Α αποδίδω επιπρόσθετες θαυμαστές ιδιότητες, διηγούμαι σημεία και τέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτερατεύομαι «τερατολογώ»] … Dictionary of Greek
προσεπιτερατεύονται — πρός , ἐπί τερατεύομαι talk marvels pres ind mp 3rd pl πρόσ ἐπιτερατεύομαι heighten a marvellous story pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)